λαφυραγώγηση

λαφυραγώγηση
[-ις (-εως)], λαφυραγώγία η
1) грабёж, ограбление; разбой; 2) добыча

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαφυραγώγηση" в других словарях:

  • λαφυραγώγηση — λαφυραγώγηση, η και λαφυραγωγία, η λεηλασία, αρπαγή: Η λαφυραγώγηση μετά το τέλος της μάχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαφυραγώγηση — η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ] αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας …   Dictionary of Greek

  • αντισκύλευσις — ἀντισκύλευσις, η (Μ) αμοιβαία λαφυραγώγηση …   Dictionary of Greek

  • λαφυρία — λαφυρία, ἡ (Α) [λαφυρώ] λαφυραγώγηση, λαφυραγωγία …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγία — η (AM λαφυραγωγία) [λαρυραγωγώ] αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγηση αρχ. λάφυρο, λεία …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • λεηλασία — η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) [λεηλατώ] αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγία — η λαφυραγώγηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»